DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing όρος | all forms
GreekEnglish
λογαριθμικός μέσος όροςlogarithmic mean
ορός γοναδοτροπίνηςserum gonadotrophin
υδατώδης ορόςaqueous serum
φυσιολογικός ορός στον οποίο έχει προστεθεί ρυθμιστικό διάλυμα φωσφορικών ιόντωνphosphate buffered saline solution
φυσιολογικός ορός στον οποίο έχει προστεθεί ρυθμιστικό διάλυμα φωσφορικών ιόντωνphosphate buffered saline