DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing σύμβαση | all forms
GreekEnglish
διακοπτόμενη σύμβασηinterruptible contract
Σύµβαση για τη σήµανση πλαστικών εκρηκτικών µε σκοπό τον εντοπισµό τουςConvention on the Marking of Plastic Explosives for the Purpose of Detection
Σύμβαση για τα Χημικά ΄ΟπλαChemical Weapons Convention
Σύμβαση για την απαγόρευση της ανάπτυξης, της παραγωγής, της αποθήκευσης και της χρήσης χημικών όπλων και για την καταστροφή τουςConvention on the Prohibition of the Development, Production, Stockpiling and Use of Chemical Weapons and on their Destruction
Σύμβαση για την καταστροφή των χημικών όπλωνConvention on the Prohibition of the Development,Production,Stockpiling and Use of Chemical Weapons and on their Destruction
Σύμβαση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασίαConvention concerning Safety in the use of Chemicals at Work
Σύμβαση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασίαConvention concerning Safety in the Use of Chemicals at Work, 1990, of the International Labour Organization Convention No 170
Σύμβαση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασίαChemicals Convention, 1990
Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1990 για την ασφάλεια κατά τη χρησιμοποίηση των χημικών προϊόντων στην εργασίαConvention concerning Safety in the Use of Chemicals at Work, 1990, of the International Labour Organization Convention No 170
Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1990 για την ασφάλεια κατά τη χρησιμοποίηση των χημικών προϊόντων στην εργασίαConvention concerning Safety in the use of Chemicals at Work
Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1990 για την ασφάλεια κατά τη χρησιμοποίηση των χημικών προϊόντων στην εργασίαChemicals Convention, 1990
Σύμβαση Χημικών ΄ΟπλωνChemical Weapons Convention