Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Spanish
Terms
for subject
Chemistry
containing
στρώμα
|
all forms
Greek
English
αέριο
στρώμα
επιφάνειας
headspace gas
βασικό
στρώμα
δομής υλικού
barrier sheet
διαμόρφωση κοιλότητας με
στρώμα
αέρος
air-cushion forming
καταλυτικό
στρώμα
catalyst bed
κοίλος σχηματισμός με
στρώμα
αέρος
air-cushion forming
λειασμένο
στρώμα
κονιάματος
steel float finish
λεπτό
στρώμα
από σύντομη ηλεκτρολυτική απόθεση
flash plate
λεπτό
στρώμα
από σύντομη ηλεκτρολυτική απόθεση
flash
λεπτό
στρώμα
ηλεκτρολύτου
thin film electrolyte
μεσαίο
στρώμα
centre layer
μεσαίο
στρώμα
center layer
οριακό
στρώμα
διδύμου κρυστάλλου
twin-plane boundary
οριακό
στρώμα
διδύμου κρυστάλλου
twin boundary
στεγνωτήρας με
στρώμα
αέρος
floating film dryer
στεγνωτήρας με
στρώμα
αέρος
floating web dryer
στεγνωτήρας με
στρώμα
αέρος
air-cushion dryer
στρώμα
αργίλου
clay bed
στρώμα
βαφής υφιστάμενο απορρύπανση
decontaminable coat of paint
στρώμα
διαχωρισμού σταγονιδίων
demister mat
στρώμα
επιφανείας υπό πίεση
stressed skin
Get short URL