DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing στοιχείο | all forms
GreekEnglish
ένωση οργανικού με ανόργανο στοιχείοorgano-inorganic compound
κατιονικό στοιχείο το οποίο επιδρά στην επιφανειακή τάσηcationic surface-active agent
μικροθρεπτικό στοιχείοmicro-nutrient
ραδιενεργό ισότοπο στοιχείο που εισάγεται στον οργανισμό και προσδιορίζεται ο μεταβολισμός και η κατανομή τουradio tracer technic
στοιχείο αντιηλεκτρικής δύναμηςcounterelectromotive force cell
στοιχείο αντιηλεκτρικής δύναμηςcounter cell
στοιχείο αυτόματης υπερφόρτισηςpressure loader
στοιχείο βύθισηςsinker
στοιχείο βύθισηςimmersion element
στοιχείο εκτροπής καπνοδόχουoffset block
στοιχείο επισήμανσηςlabel element
στοιχείο καπνοδόχουpre-cast flue block
στοιχείο καπνοδόχουflue block
στοιχείο καταβύθισηςsinker
στοιχείο καταβύθισηςimmersion element
στοιχείο πλέγματοςlattice cell
στοιχείο πυρηνικού καυσίμου με το υλικό εν διασποράdispersion fuel element
συμπληρωματικό στοιχείο επισήμανσηςsupplemental label element
υδροδιαλυτό στοιχείοwater-soluble element