DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing κέλυφος | all forms
GreekEnglish
απαραμόρφωτο κέλυφοςsynclastic shell
κέλυφος καυστήραburner body
κέλυφος με απλή καμπύλωσηsingle curved shell
κέλυφος με διπλή κύρτωσηdouble curved shell
κέλυφος που έχει υποστεί έκπλυσηleached hull
καλούπι "κέλυφος"shell mould
καλούπι "κέλυφος"shell mold
κυλινδρικό κέλυφοςbarrel shell
μέθοδος καλουπώματος "κέλυφος"Croning process
μέθοδος καλουπώματος "κέλυφος"shell molding
μέθοδος καλουπώματος "κέλυφος"sand shell moulding
μέθοδος καλουπώματος "κέλυφος"C-method
μη παραμορφούμενο τοξοειδές κέλυφοςanticlastic shell
πεταλοειδές κέλυφοςpetal shell
συμπιεσμένα τεμάχια από το κέλυφος του περιβλήματοςcompacted cladding hulls
χύτευση σε καλούπι "κέλυφος"shell moulding
χύτευση σε καλούπι "κέλυφος"shell molding