DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing ατμόσφαιρα | all forms
GreekFrench
ατμόσφαιρα απαλλαγμένη κόνεωςatmosphère exempte de poussières
γεννήτρια ελεγχόμενης ατμόσφαιραςgénérateur d'atmosphère contrôlée
θάλαμος υγρής ατμόσφαιραςchambre en atmosphère humide
θέρμανση σε ατμόσφαιρα πεπιεσμένου αδρανούς αερίουchauffage par atmosphère inerte pressurisée
θερμοκρασιακή περιοχή χρήσης του συλλιπάσματος ή της προστατευτικής ατμόσφαιραςintervalle de temperature d'utilisation du flux ou de l'atmosphère protectrice
λάδι πολυμερισμένο με θέρμανση εν κενώ ή σε ατμόσφαιρα αδρανούς αερίουstandolie
λάδι πολυμερισμένο με θέρμανση εν κενώ ή σε ατμόσφαιρα αδρανούς αερίουstand-oil
λάδι πολυμερισμένο με θέρμανση εν κενώ ή σε ατμόσφαιρα αδρανούς αερίουhuile standolisée
οξειδωτική ατμόσφαιραmilieu oxydant
οξειδωτική ατμόσφαιραatmosphère oxydante
ρυθμιστής ατμόσφαιραςdispositif de contrôle d'atmosphère
ρυθμιστής ατμόσφαιραςoxy-stop
ρυθμιστής ατμόσφαιραςcontrôleur d'atmosphère
Χειρισμός σε αδρανή ατμόσφαιρα.Manipuler sous gaz inerte.
Χειρισμός σε αδρανή ατμόσφαιρα. Προστατέψτε από την υγρασία.Manipuler sous gaz inerte. Protéger de l'humidité.