Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Lithuanian
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovak
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Chemistry
containing
lower
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
anthracene oil, anthracene-
low
έλαιο ανθρακενίου, χαμηλής περιεκτικότητας σε ανθρακένιο
concentrated
low
-activity liquid waste
συμπυκνωμένο υγρό απόβλητο χαμηλής ραδιενέργειας
glass with
low
coefficient of expansion
γυαλί με μικρό συντελεστή διαστολής
linear
low
density polyethylene
γραμμικό πολυαιθυλένιο χαμηλής πυκνότητας
low
-boiling fraction
κλάσμα χαμηλού σημείου ζέσεως
low
-density polyethylene
πολυαιθυλένιο χαμηλής πυκνότητας
low
explosive
βραδυδραστική εκρηκτική ύλη
low
explosive
ασθενής εκρηκτική ύλη
low
fire start
έναυση μειωμένης έντασης
low
gravity oil
βαρύ λάδι
low
gravity oil
βαρύ πετρέλαιο
low
-heat cement
τσιμέντον χαμηλής θερμότητος ενυδατώσεως
low
-lead gasoline
βενζίνη χαμηλής περιεκτικότητας σε μόλυβδο
low
-melting salts
άλατα χαμηλού σημείου τήξεως
low
-melting wax
παραφίνη χαμηλού σημείου τήξεως
low
octane gasoline
βενζίνη χαμηλών αντικρουστικών ιδιοτήτων
low
octane gasoline
βενζίνη χαμηλού αριθμού οκτανίου
low
octane petrol
βενζίνη χαμηλών αντικρουστικών ιδιοτήτων
low
octane petrol
βενζίνη χαμηλού αριθμού οκτανίου
low
polymerisation of isobutylene
πολυμερισμός του ισοβουτυλενίου σε πολύ χαμηλό βαθμό
low
polymerisation of propylene
πολυμερισμός του προπυλενίου σε πολύ χαμηλό βαθμό
low
-pressure cut-off valve
βαλβίδα διακοπής από υποπίεση
low
pressure gas burner
καυστήρας φυσικού ελκυσμού
low
pressure gas burner
ατμοσφαιρικός καυστήρας
low
-pressure light source
φωτεινή πηγή με αέριο χαμηλής πίεσης
low
-pressure pulsation-free pump
αντλία χαμηλής πίεσης απαλλαγμένη ώσεων
low
-pressure sintering
πυροσυσσώμάτωση χαμηλής πίεσης
Low
Production Volume chemicals
χημική ουσία που εισάγεται σε περιορισμένες ποσότητες
Low
Production Volume chemicals
χημική ουσία περιορισμένης παραγωγής
low
resolution mass spectrometry
φασματομετρία μαζών χαμηλής διακριτικής ικανότητας
low
specific activity material
υλικό χαμηλής ειδικής ραδιενέργειας
low
-sulphur
χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο
low
swelling coal
άνθρακας χαμηλής διογκωτικής ικανότητας
low
-temperature adsorption on charcoal beds
προσρόφηση σε χαμηλή θερμοκρασία σε κλίνη ενεργού άνθρακα
low
-temperature carbonization gas
αέριο απανθράκωσης σε χαμηλή θερμοκρασία
low
-temperature carbonization vessel
λεκάνη απανθάκωσης σε χαμηλή θερμοκρασία
low
temperature coal tar
πίσσα από λιθάνθρακα σε χαμηλή θερμοκρασία
low
temperature coal tar
λιθανθρακόπισσα σε χαμηλή θερμοκρασία
low
-temperature crude light oil
προϊόντα απόσταξης πετρελαίου σε χαμηλή θερμοκρασία
low
temperature delay bed
κλίνη καθυστερήσεως χαμηλής θερμοκρασίας
low
temperature distillation of coal
απόσταξη του λιθάνθρακα σε χαμηλή θερμοκρασία
low
-temperature flexibility
ευκαμψία σε χαμηλή θερμοκρασία
low
-temperature gas
αέριο απανθράκωσης σε χαμηλή θερμοκρασία
low
-temperature oven
κάμινος χαμηλής θερμοκρασίας
low
-temperature oven
κάμινος ημιοπτάνθρακα
low
-temperature retort
κάμινος ημιοπτάνθρακα
low
-temperature retort
κάμινος χαμηλής θερμοκρασίας
low
-temperature retort house
μονάδα απανθράκωσης σε χαμηλή θερμοκρασία
low
-volatile esters
εστέρες χαμηλής πτητικότητος
low
volatility
χαμηλή πτητικότης
low
-water cut-off
διακόπτης χαμηλής στάθμης νερού
lower
-bound
κατώτερο όριο
lower
-bound level
κατώτερο όριο
lower
cross head
κατώτερο μεσόζευγμα
lower
cross head
κατώτερη τραβέρσα
lower
elbow of swan neck
γωνία σύνδεσης κάτω μέρους του σωλήνα
lower
load limit
κάτω όριο φόρτωσης
lower
platen
κάτω πλάκα της πρέσας
lower
traverse
κατώτερο μεσόζευγμα
lower
traverse
κατώτερη τραβέρσα
lower
yoke
κατώτερο μεσόζευγμα
lower
yoke
κατώτερη τραβέρσα
lowest
observed adverse effect concentration
κατώτατη συγκέντρωση στην οποία παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις
lowest
observed adverse effect level
κατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις
lowest
observed effect concentration
κατώτατη συγκέντρωση στην οποία παρατηρούνται επιπτώσεις
lowest
observed effect level
κατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται επιπτώσεις
Get short URL