DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Chemistry containing limit | all forms | exact matches only
EnglishGreek
absolute detection limitαπόλυτο όριο ανιχνεύσεως
concentration limitόριο συγκέντρωσης
explosion limitόριο πυροδότησης
explosion limitόριο αναφλεξικότητας
explosive limitsόρια εκρηκτικότητας
filling limit deviceδιακόπτης πλήρωσης
generic concentration limitγενικό όριο συγκέντρωσης
limit controlθερμοστάτης ασφαλείας
limit of determinationόριο ποσοτικού προσδιορισμού
limit of ignitionόριο αναφλεξικότητας
limit of ignitionόριο πυροδότησης
limit of inflammabilityόριο αναφλεξικότητας
limit of inflammabilityόριο πυροδότησης
limit of quantificationόριο ποσοτικού προσδιορισμού
limit of quantitationόριο ποσοτικού προσδιορισμού
load limitόρια φόρτωσης
lower load limitκάτω όριο φόρτωσης
occupational exposure limitοριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης
pressure limit controlβαλβίδα διακοπής λόγω πίεσης
relative detection limitσχετικό όριο ανιχνεύσεως
solubility limitόριο διαλυτότητας
specific concentration limitειδικό όριο συγκέντρωσης
threshold limitκατώφλιο συγκεντρώσεως
upper load limitάνω όριο φόρτωσης