DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Chemistry containing in-use | all forms | exact matches only | in specified order only
EnglishGreek
Can become highly flammable in use. Can become flammable in use.Μπορεί να γίνει πολύ εύφλεκτο κατά τη χρήση. Mπορεί να γίνει εύφλεκτο κατά τη χρήση.
Convention concerning Safety in the use of Chemicals at WorkΣύμβαση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασία
Convention concerning Safety in the use of Chemicals at WorkΣύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1990 για την ασφάλεια κατά τη χρησιμοποίηση των χημικών προϊόντων στην εργασία
Convention concerning Safety in the Use of Chemicals at Work, 1990, of the International Labour Organization Convention No 170Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1990 για την ασφάλεια κατά τη χρησιμοποίηση των χημικών προϊόντων στην εργασία
Convention concerning Safety in the Use of Chemicals at Work, 1990, of the International Labour Organization Convention No 170Σύμβαση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασία
In case of fire: Use … for extinction.Σε περίπτωση πυρκαγιάς: Χρησιμοποιήστε … για την κατάσβεση.
In use may form flammable/explosive vapour-air mixture.Κατά τη χρήση µπορεί να σχηµατίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά µείγµατα ατµού-αέρος.
small stone for use in mosaicsκύβος για μωσαϊκά
Use only outdoors or in a well-ventilated area.Να χρησιμοποιείται μόνο σε ανοικτό ή καλά αεριζόμενο χώρο.