DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Chemistry containing dies | all forms
GermanGreek
1,2-Benzoldicarbonsäure, Di-C6-8-verzweigte Alkylester, C7-reichΔι-C6-8-διακλαδισμένοι αλκυλεστέρες, πλούσιοι σε C7 του 1,2-βενζολοδικαρβοξυλικού οξέος
1,2-Benzoldicarbonsäure, Di-C7-11-verzweigte und lineare AlkylesterΔι-C7-11-διακλαδισμένοι και γραμμικοί αλκυλεστέρες του 1,2-βενζολοδικαρβοξυλικού οξέος
Digehärtetes Talg-dimethylammoniumchloridχλωριούχο διςυδρογονωμένο στέαρδιμεθυλαμμώνιο
Die betroffene Person an die frische Luft bringen und in einer Position ruhigstellen, die das Atmen erleichtert.Μεταφέρετε τον παθόντα στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή.
Dien-Prozentsatzπεριεκτικότητα σε διένιο