DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Chemistry containing crude | all forms | exact matches only
EnglishGreek
asphaltic-base crudeασφαλτούχο αργό πετρέλαιο
asphaltic-base crude oilασφαλτούχο αργό πετρέλαιο
crude ammonia liquorακάθαρτο αμμωνιακό ύδωρ
crude antimonyμη επεξεργασμένο αντιμόνιο
crude ashολική τέφρα
crude cream of tartareκρεμόρ ταρτάρ
crude dipenteneακάθαρτο διπεντένιο
crude fibreολική κυτταρίνη
crude gas liquorακάθαρτο αμμωνιακό ύδωρ
crude gas offtakeέξοδος ακάθαρτου αερίου
crude glycerol derived from the residues of soap-makingγλυκερίνη ακάθαρτος εξ αλκαλικού ρύματος προερχομένη εκ κατεργασίας των απονέρων της σαπωνοποιΐας
crude glycerol obtained by catalytic saponificationγλυκερίνη ακάθαρτος εκ καταλύσεωςκαταλυτική σαπωνοποίησις
crude glycerol obtained by saponificationγλυκερίνη ακάθαρτος εκ σαπωνοποιήσεως
crude glycerol obtained from glycerol lyesγλυκερίνη ακάθαρτος προερχομένη εκ των γλυκερινούχων υδάτων
crude metalακατέργαστο μέταλλο
crude oil engineκινητήρας βαρέος πετρελαίου
crude oil pipingσωλήνωση βαρέος πετρελαίου
crude oil reservesαποθέματα πετρελαίου
crude oleic acidακάθαρτο ελαϊκό οξύ
crude petroleum jellyακατέργαστη βαζελίνη
crude stearic acidστεατίνη
crude stearic acidακάθαρτο στεατικό οξύ
fixed vegetable fats and oils,crude,refined or fractionatedσταθεροποιημένα έλαια και λίπη φυτικής προέλευσης,ακατέργαστα,εξευγενισμένα ή διαχωρισμένα
low-temperature crude light oilπροϊόντα απόσταξης πετρελαίου σε χαμηλή θερμοκρασία
paraffinic crude oilκηρώδες αργό
paraffinic crude oilπαραφινικό αργό πετρέλαιο
paraffinic crude oilαργό παραφινούχου βάσης
paraffinic crude oilαργό παραφινικής βάσης
waxy crudeπαραφινικό αργό πετρέλαιο
waxy crudeκηρώδες αργό
waxy crudeαργό παραφινούχου βάσης
waxy crudeαργό παραφινικής βάσης