DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Chemistry containing actif | all forms | exact matches only
FrenchGreek
agent tensio-actifεπιφανειοδραστική ουσία
charbon actif granuléκοκκώδης ενεργός άνθρακας
détergent tensio-actifτασιενεργό απορρυπαντικό
détergent tensio-actifεπιφανειοδραστικό απορρυπαντικό
filtre à iode et charbon actifφίλτρο ενεργού άνθρακα-ιωδίου
groupe actif d'échange chimiqueενεργός ομάδα χημικής ανταλλαγής
laboratoire actifεργαστήριο υψηλής ραδιενέργειας
oxygène actifενεργό οξυγόνο
produit tensio-actif cationiqueκατιονικό στοιχείο το οποίο επιδρά στην επιφανειακή τάση
produit tensio-actif à anions actifsπροϊόν που επιδρά επί της επιφανειακής τάσης με δραστικά ανιόντα
quantité d'élément non-actifποσοστιαία περιεκτικότης χημικών ακαθαρσιών
solvant actifενεργός διαλύτης
système retardateur à charbon actif refroidiσύστημα καθυστερήσεως με ψυχόμενο ενεργό άνθρακα
tensio-actifεπιφανειοδραστική ουσία
tensio-actif amphotèreεπαμφοτερίζον τασιενεργό
tensio-actif amphotèreεπαμφοτερίζουσα επιφανειοδραστική ουσία
tensio-actif non ioniqueμη ιονικό τασιενεργό
tensio-actif non ioniqueμη ιοντική επιφανειοδραστική ουσία