DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Chemistry containing CAL | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
cal apagadaεσβεσμένη άσβεστος
cal apagadaάσβεστος εσβεσμένη εν ξηρώ
cal apagadaσβησμένος ασβέστης
cal apagadaένυδρος ασβέστης
cal de acabamentoκατειργασμένη άσβεστος
cal de construçãoδομήσιμος άσβεστος
cal em pedraάσβεστος εις τεμάχια
cal em pedra peneiradaάσβεστος εις κοσκινισμένα τεμάχια
cal hidratadaένυδρος ασβέστης
cal hidratadaεσβεσμένη άσβεστος
cal hidratadaσβησμένος ασβέστης
cal hidráulicaυδραυλικός ασβέστης
cal pobreισχνή άσβεστος
cal pulverizadaάσβεστος εις λεπτά τεμάχια
cal sodadaνατράσβεστος
cal viva com alto teor de cálcioάνυδρος άσβεστος υψηλής περιεκτικότητος ασβεστίου
cal viva de cálcioασβεστική άσβεστος
coluna de calστήλη με μη πτητικά άλατα
coluna de calστήλη με άσβεστο
fabricação de cimento,de cal e de gessoπαραγωγή τσιμέντου,ασβέστου και γύψου
leite de cal hidratadaδιάλυμα ασβεστίου
leite de cal hidratadaασβεστόγαλα
leite de cal hidratadaασβέστιο γάλα
massa de calασβεστοπολτός
resíduo de calκατάλοιπα ασβέστη
solução de calασβεστόγαλα
solução de calασβέστιο γάλα
solução de calδιάλυμα ασβεστίου