Greek | English |
εργάσιμη ώρα/ώρα εργασίας γραφείου | working hours |
εργάσιμη ώρα/ώρα εργασίας γραφείου | working hour |
θερινή ώρα | summer-time |
θερινή ώρα | Daylight Saving Time |
χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα | time |
ώρα εργασίας | working hours The time devoted to gainful employment or job-related activities, usually calculated as hours per day or per week (γραφείου) |