DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing στοιχείο | all forms
GreekGerman
έκθεμα/αποδεικτικό στοιχείοAusstellungsstück
αποδεικτικό στοιχείοAusstellungsstück
δομικό στοιχείοBauelemente
ευκίνητο στοιχείοbewegliche Komponente
ηλεκτρονικό στοιχείοHalbleiterbauelement
ηλεκτρονικό στοιχείοBauelement
θρεπτικό στοιχείο του φυτούPflanzennährstoff
κομβιόσχημο στοιχείοKnopfzelle
ραδιενεργό στοιχείοRadioaktives Element
ραδιενεργό στοιχείο/ραδιοστοιχείοRadioaktives Element
στοιχείο ασυνεχούς μέτρησηςdiskontinuierliche Messzelle
στοιχείο διαδοχικών μετρήσεων από το ίδιο δείγμαsequentielle Messzelle
στοιχείο πυρηνικού καυσίμουBrennelement
στοιχείο ρίζαRadikal
στοιχείο σειράς μετρήσεωνsequentielle Messzelle
στοιχείο στεγανοποίησηςDichtung
στοιχείο στεγανοποίησης/επικάλυψηDichtung
στοιχείο συνεχούς μέτρησηςkontinuierliche Messzelle
στοιχείο της δυναμικής των πληθυσμώνAngaben zur Populationsdynamik
συστατικό στοιχείο του τοπίουLandschaftselement
στοιχείο φίλτρουFilterelement