DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Environment containing subjects | all forms
EnglishGreek
a subject to whom a chelating agent, such as penicillamine,is givenάτομο στο οποίο έχει δοθεί ένα χηλικό αντιδραστήριο,όπως η πενικιλαμίνη
chemical subject to notificationχημική ουσία υποκείμενη σε κοινοποίηση
chemical subject to the PIC procedureχημική ουσία υποκείμενη στο σύστημα ΣΜΕ
other wastes whose collection and disposal is subject to special requirements in view of the prevention of infection¶λλα απόβλητα των οποίων η συλλογή και διάθεση υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις σε σχέση με την πρόληψη μόλυνσης
wastes whose collection and disposal is not subject to special requirements in view of the prevention of infectionΑπόβλητα των οποίων η συλλογή και διάθεση δεν υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις σε σχέση με την πρόληψη μόλυνσης
wastes whose collection and disposal is not subject to special requirements in view of the prevention of infection e.g. dressings, plaster casts, linen, disposable clothing, diapersΑπόβλητα των οποίων η συλλογή και διάθεση δεν υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις σε σχέση με την πρόληψη μόλυνσης π.χ επενδύσεις, γύψινα εκμαγεία, σεντόνια, πετσέτες, ρουχισμός απορρίψιμος