DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Environment containing short | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Climate and Clean Air Coalition to Reduce Short Lived Climate PollutantsΣυνασπισμός για το Κλίμα και τον Καθαρό Αέρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων κλιματικών ρύπων
Climate and Clean Air Coalition to Reduce Short Lived Climate PollutantsΣυμμαχία για το κλίμα και μια καθαρή ατμόσφαιρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων ρυπαντών που επιβαρύνουν το κλίμα
short-chain chlorinated paraffinχλωριωμένη παραφίνη μικρής αλυσίδας
short-eared owlγλαύξ η βραχέα ή κουκουβάγια των βάλτων (Asio flammeus)
short lived climate forcerβραχύβιος κλιματικός ρύπος
short-lived climate pollutantβραχύβιος κλιματικός ρύπος
short rangeμικρής κλίμακας
short rangeσε μικρή κλίμακα
short-rangeσε μικρή κλίμακα
short rangeσε μικρή απόσταση
short-rangeσε μικρή απόσταση
short-rangeμικρής κλίμακας
short-term safeguarding measureβραχυπρόθεσμο μέτρο ασφαλείας
short-toed eagleφιδαετός (Circaetus gallicus)