DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Environment containing am | all forms | exact matches only
GermanGreek
am Ursprung bekämpfenεπανόρθωση στην πηγή
Aufbereitung am Leitungsendeεπεξεργασία στην έξοδο
Bekämpfungslinie am Hangυποσκαμμένος διάδρομος ασφαλείας πυρκαγιάς
der Film wurde mit Abdeckklebeband unmittelbar am Gehaeuse befestigtΤο φίλμ κρατούσαν στη θέση του με μία ταινία καλύψεως σε άμεση επαφή με το περίβλημα.
Expertengruppe für die am wenigsten entwickelten LänderΟμάδα Εμπειρογνωμόνων για τις Λιγότερο Ανεπτυγμένες Χώρες
Messung des Laerms am Ohrμέτρηση του αντιληπτού θορύβου
"Wasser am Strahlrohr"πυροσβεστικός αυλός υπό πίεση
"Wasser am Strahlrohr"γεμισμένος πυροσβεστικός αυλός
Zucht am Bodenυπόστρωμα
zuständige Behörde am Bestimmungsortαρμόδια αρχή προορισμού
zuständige Behörde am Versandortαρμόδια αρχή αποστολής