DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Environment containing Capacities | all forms
EnglishGreek
acid neutralization capacityΙΕΟ
acid neutralization capacityδυναμικό εξουδετέρωσης του οξέος
acid neutralization capacityικανότητα εξουδετέρωσης των οξέων
acid neutralization capacityικανότητα εξουδετέρωσης του οξέος
acid neutralization capacityΔΕΟ
acid neutralizing capacityικανότητα εξουδετέρωσης των οξέων
added capacityπρόσθετη παραγωγική ικανότητα
assimilative capacityικανότητα αυτοκαθαρισμού
capacity-buildingανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού
capacity-buildingΕκπαίδευση στελεχών
capacity for self-purificationικανότητα αυτοκαθαρισμού
carrying capacityχωρητικότητα ενός βιοτόπου
disaster response capacityικανότητα αντιμετώπισης καταστροφών
dust holding capacityικανότητα συγκράτησης σκόνης
ecological carrying capacity 1. The maximum number of species an area can support during the harshest part of the year, or the maximum biomass it can support indefinitely. 2. The maximum number of grazing animals an area can support without deteriorationφέρουσα ικανότητα οικοσυστήματος
ecological carrying capacityφέρουσα ικανότητα οικοσυστήματος
environmental capacity for thermal dischargesικανότητα απορρόφησης των θερμικών αποβλήτων από το περιβάλλον
exchange capacityικανότης ολικής ανταλλαγής
land carrying capacityφέρουσα ικανότητα του εδάφους
land carrying capacity The maximum extent to which ground or soil area may be exploited without degradation or depletionφέρουσα ικανότητα του εδάφους
load bearing capacityφέρουσα ικανότητα
load bearing capacity The maximum load that a system can support before failingφέρουσα ικανότητα
modelling with predictive capacityσχεδιασμός με δυνατότητα πρόβλεψης
nominal capacityονομαστική δυναμικότητα
overall treatment capacityσυνολική δυναμικότητα επεξεργασίας
oxygenation capacityικανότητα οξυγόνωσης
pollution load capacity of waterχωρητικότητα του νερού σε φορτίο ρύπανσης
proton absorptive capacityικανότητα απορρόφησης πρωτονίων
proton absorptive capacityικανότητα συγκράτησης πρωτονίων
proton absorptive capacityΙΑΠ
proton uptake capacityικανότητα συγκράτησης πρωτονίων
purification capacityικανότητα καθαρισμού
reoxidation capacity of waterικανότητα ανανέωσης του οξυγόνου του ύδατος
reoxidation capacity of waterικανότητα ανανέωσης του οξυγόνου του νερού
reoxygenation capacity of waterικανότητα επανοξυγόνωσης του νερού
self-cleaning capacityικανότητα αυτοκαθαρισμού
self-purification capacityικανότητα αυτοκαθαρισμού
self-purifying capacityικανότητα αυτοκαθαρισμού
self-restoring capacity of natureικανότητα της φύσεως για αναγέννηση
self-restoring capacity of waterικανότητα αυτοκαθαρισμού του νερού
significant capacity extensionσημαντική επέκταση παραγωγικής ικανότητας
significant capacity reductionσημαντική μείωση παραγωγικής ικανότητας
storage capacity for animal wasteδυναμικότητα αποθήκευσης ζωϊκών αποβλήτων
storage capacity for rainwaterσυλλέκτης όμβριων υδάτων
trapping capacityικανότητα παγίδευσης
waste assimilation capacityικανότητα αφομοίωσης αποβλήτων