English | Greek |
acidity degree | βαθμός οξύτητας |
acidity degree The amount of acid present in a solution, often expressed in terms of pH | βαθμός οξύτητας |
atmospheric acidity | οξύτητα του αέρα |
atmospheric acidity | ατμοσφαιρική οξύτητα |
excessive acidity of lakes | οξίνιση των λιμνών |
strong acidity High degree of ionization of an acid in water solution | ισχυρή οξύτητα |
tolerance to acidity | ανοχή στην οξύτητα |
tolerance to acidity | αντοχή στην οξύτητα |
total acidity of ambient air | δείκτης ολικής οξύτητας αέρα περιβάλλοντος |