DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing τμήμα | all forms
GreekGerman
άνω τμήμα του καλουπιούOberteil
αδιαμόρφωτο τμήμα άκρουSteg
κάτω τμήμα του καλουπιούUnterteil
κεκλιμένο τμήμαVerjuengung am Schweissstoss
κινητό τμήμα του καλουπιούbewegliche Formhaelfte
Eλεύθερο τμήμα ιμάντος μεταφορικής ταινίας διακοσμήσεωςTransportbandglied des Ofens
ξηραντήριο τμήμαTrockenpartie
περισφύριο τμήμα υποδήματοςSchaft
πλήρεις βιομηχανικές εγκαταστάσεις,σχετικές με το τμήμα 6vollständige Fabrikationsanlagen des Teils 6
πλήρεις βιομηχανικές εγκαταστάσεις,σχετικές με το τμήμα 8vollständige Fabrikationsanlagen des Teils 8
πλευρικό τμήμαFlanke
Πρώτο τμήμα ανακομιστήρωνobere Gitterung
Πρώτο τμήμα ανακομιστήρωνobere Gitterlage
πρώτο τμήμα διπλού λαναριούBrechmaschine
σταθερό τμήμα καλουπιούfeststehende Formhaelfte
τμήμα ανακοπώνWiderspruchsabteilung
τμήμα από σφαίραHohlkugelsegment
τμήμα βλεπόμενον εκ του μακρόθενFernteil eines Mehrstärken-Brillenglases
τμήμα διήθησης και καθαρισμούSortierabteilung
τμήμα διαχείρισης των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίαςPatentverwaltungsabteilung
τμήμα κοπήςSchneidepartie
τμήμα κορμούRundholz
τμήμα κορμούKnüppelholz
τμήμα κρισσάρας στηριγμένο εν προβόλωfreitragende Siebpartie
τμήμα κρισσάρας στηριγμένο εν προβόλωCantilever-Siebpartie
τμήμα κυλινδρικής κρισσάραςRundsiebpartie
τμήμα λειάνσεωςPoliererei
τμήμα λειάνσεωςPolierende
τμήμα μηχανής φουρκώSchachtkasten
τμήμα μηχανής φουρκώMaschinenstöße
τμήμα μηχανής φουρκώMaschinenrahmen
τμήμα μονταρίσματοςZwickerei
τμήμα περιτύλιξηςAufrollpartie
τμήμα ραφήςSchaftstepperei
τμήμα φινιρίσματος σε υφαντουργική μονάδαVeredelungsabteilung der Textilfabrik
το μεσαίο τμήμαFlankenmittelstueck
το οπίσθιο τμήμα της ράχηςRossschild
υγρό τμήμαNaßpartie
χρίσιμο τμήμαlichter Ofenquerschnitt