DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing στρίψιμο | all forms
GreekEnglish
εργαλείο για το στρίψιμο των άκρων των καρφιώνriveter's snap punch
μηχανή για το στρίψιμο των νημάτων του μεταξιούthrowing machine for twisting together continuous filaments of silk
μύλος ή συσκευή συστροφής για το στρίψιμο του ακατέργαστου μεταξιούtwister for raw silk
μύλος ή συσκευή συστροφής για το στρίψιμο του ακατέργαστου μεταξιούdoubler for raw silk
νήμα χωρίς στρίψιμοuntwisted yarn
στρίψιμο κλωστώνto uptwist
στρίψιμο κλωστώνto twist
στρίψιμο κλωστώνto ply
στρίψιμο κλωστώνto twine
στρίψιμο κλωστώνto double
στρίψιμο μεταξωτών ινώνto throw silk
στρίψιμο νημάτων με σελφάκτινselfacting twiner
στρίψιμο στημονιούtwisting-in
στρίψιμο "του φορ ουάν"two-for-one twisting of yarn.
στρίψιμο τσιλέhank twister
υγρό στρίψιμοwet doubling