DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing εξοπλισμός | all forms
GreekEnglish
βοηθητικός εξοπλισμόςaccessory
εξοπλισμός έκτακτης διακοπήςemergency stop equipment
εξοπλισμός βαγονέτουsetting materials
εξοπλισμός βυθοκόρησηςdredging equipment
εξοπλισμός γεωτρήσεωνdrill rig
εξοπλισμός διήθησης με σταυρορροήcross-flow filtration equipment
εξοπλισμός ευθυγράμμισης ροτόρωνrotor straightening equipment
εξοπλισμός με φρένο "απορροφητής κινητικής ενέργειας"braking equipment to absorb kinetic energy
εξοπλισμός προς κατασκευή σχεδίωνdice pattern
εξοπλισμός σειράςstandard-production equipment
εξοπλισμός συναρμολόγησης ροτόρωνrotor assembly equipment
εξοπλισμός υπό πίεση σε διατάξεις καύσηςfired pressure equipment
εξοπλισμός ψεκασμού του καυσίμουfuel injection system
επιτροπή "εξοπλισμός υπό πίεση"Committee on Pressure Equipment
μεγάλος εξοπλισμόςlarge-scale facilities plan
οπτικός εξοπλισμός για φάρους και σημαντήρεςoptical equipment for lighthouses or beacons