DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing βάση | all forms
GreekGerman
βάση έδρασης ατράκτου κλώστριαςSpindelbank
βάση έδρασης δακτυλιδιών κλώστριαςRingbank
βάση αγκυρώσεωςFundament
βάση αντικειμένουBoden
βάση για μήτραGrundplatte für Formen
βάση θηλιάςMaschenfuß
βάση καλαποδιούLeistensitz
βάση κετσέ λειάνσεωςPolierkrone
βάση μπομπίναςBobinenträger
βάση στερέωσης δίσκου λείανσηςSchleifbock
βάση στερέωσης δίσκου λείανσηςKuglerstuhl
βάση στερέωσης υαλοπίνακος για στίλβωσηEinkittschale
βάση στερέωσης υαλοπίνακος για στίλβωσηKittschale
βάση στερέωσης υαλοπίνακος για στίλβωσηFormschale
βάση στερέωσης υαλοπίνακος για στίλβωσηTragkörper
βάση στερέωσης υαλοπίνακος για στίλβωσηAufkittkopf
βάση τακουνιούAbsatzkante
βάση τακουνιούAbsatzlage
βάση του στομίουHalsansatz
βάση υποδοχής κώνου και μπομπίνας στο μπομπινουάρSpulenständer
βάση υποδοχής κώνου και μπομπίνας στο μπομπινουάρSpulenhalter
βάση υφάσματος το οποίο χρησιμοποιείται για κέντημαStickereigrundstoff
βάση υφάσματος το οποίο χρησιμοποιείται για κέντημαFoundation Cloth
βιομηχανική βάσηindustrielle Basis
κυρτωμένη βάση φιάληςEinstichboden
`Iνα με βάση το πυρίτιοKieselglasfaser
Eξογκωμένη βάσηausgebeulter Boden
ξύλο από τη βάση του κορμούHirnholz
περιστρέφω τη βάσηdas Grundmodell drehen
προϊόν με βάση την πολυβινυλική αλκοόληErzeugnis aus Polyvinylalkoholbasis
πτυσσόμενη βάση για υπολογιστέςDV-Anbautisch
Xρωματιστή βάσηgefärbter Hintergrund
Σύνθετο νήμα με βάση γυάλινες ίνεςgefachtes Glasstapelfasergarn
τόρνος ξύλου με χειροκίνητη βάσηSupportholzdrehbank