DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing ατμόσφαιρα | all forms
GreekFrench
ηλεκτρολογικό υλικό που δύναται να χρησιμοποιηθεί σε εκρήξιμη ατμόσφαιραmatériel électrique utilisable en atmosphère explosible
ηλεκτρολογικό υλικό που δύναται να χρησιμοποιηθεί σε εκρήξιμη ατμόσφαιραMatériel électrique utilisable en atmosphère explosive
`Eλεγχος ρυπάνσεως ατμοσφαίραςcontrôle de la pollution de l'air
Προστατευτική ατμόσφαιρα μπάνιουFLOATgaz protecteur
Προστατευτική ατμόσφαιρα μπάνιουFLOATatmosphère protectrice
συσκευασμένος υπό ελεγχόμενη ατμόσφαιραconditionné en atmosphère contrôlée