DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing απορρόφηση | all forms
GreekFrench
απορρόφηση εν ξηρώ με ψεκασμόabsorption à sec par pulvérisation
ικανότητα για απορρόφηση ενέργειαςpouvoir absorbant d'énergie
κύκλος ψύξεως με απορρόφησηcycle frigorifique à absorption
ψυγείο που λειτουργεί με απορρόφησηréfrigérateur à absorption
ψυκτική ενότητα η οποία λειτουργεί με απορρόφησηgroupe frigorifique à absorption
ψυκτική μέθοδος η οποία βασίζεται στην απορρόφηση χρησιμοποιώντας βοηθητικό αέριοsystème à absorption-diffusion
ψυκτική μέθοδος με απορρόφησηsystème frigorifique à absorption
ψυκτική μηχανή η οποία λειτουργεί με απορρόφησηmachine frigorifique à absorption
ψυκτικός κύκλος με απορρόφησηcycle frigorifique à absorption
ψυκτκή μηχανή η οποία λειτουργεί με περιοδική απορρόφησηmachine frigorifique à absorption discontinue