DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing αγωγός | all forms
GreekFrench
αγωγός ατμούconduite de vapeur
αγωγός διανομήςgoulotte de distribution
αγωγός τροφοδοσίαςgoulotte d'alimentation
αγωγός τροφοδότησηςcanal d'alimentation
αγωγός ψυχρής διαστολήςtube expansé à froid
αυλάκι-αγωγός τροφοδοσίας με σφαιρίδιαgoulotte d'amenée des billes
αυλάκι-αγωγός τροφοδοσίας με σφαιρίδιαgoulotte de chute des billes
αυλάκι-αγωγός τροφοδοσίας με σφαιρίδιαchuteB
εναέριος αγωγός σπιράλligne spiralée suspendue