DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing Διεύθυνση | all forms
GreekEnglish
αντοχή κατά τη διεύθυνση zz-strength
αντοχή κατά τη διεύθυνση zinternal bond strength
διεύθυνση πλέξηςmotion way
διεύθυνση πορείας τήγματοςdirection of flash
διεύθυνση τραβήγματος του δέρματοςstretch direction
δοκιμή σε κάμψη με αντίθετη διεύθυνσηreverse bend test
θέση συγκολλήσεως εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδοhorizontal vertical position
θέση συγκολλήσεως εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδοhorizontal position
κατά πλάτος διεύθυνσηcarriage way
κοπή κατ'εγκάρσια διεύθυνσηslashing
κοπή κατ'εγκάρσια διεύθυνσηcross cutting
μεταβολή κατά τη διεύθυνση της κίνησης της μηχανήςmachine direction profile
περιοχή στην οπ οία ένα ρεύμα αλλάζει διεύθυνση ροήςregion in which a current reverses its direction of flow
συγκόλληση εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδοmaking a butt weld in the horizontal vertical position