DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Industry containing stress | all forms | exact matches only
EnglishGreek
breaking stressτάση θραύσης
drying stressσυστολή ξηράνσεως
drying stressικανότης ξηράνσεως
enamelling stressTάσις επισμαλτώσεως
environmental stress crackingσχίσιμο υπό καταπόνηση
frozen stressστερεοποιημένη τάση
mass-stressειδική τάση
permanent stressμόνιμη τάση
relaxation of stressesαπαλλαγή από τάσεις
residual stressεσωτερικές τάσεις λόγω συγκολλήσεως
residual welding stressεσωτερικές τάσεις λόγω συγκολλήσεως
specific stressειδική τάση
stress-graded timber other than T-timberαταξινόμητο ξύλο οικοδομής
stress-optical coefficientΣυντελεστής οπτικών τάσεων
stress ringδακτύλιος ελέγχου τάσεως
stress-skin constructionφέρουσα κατασκευή σάντουϊτς
stress-strain curveκαμπύλη τάσεως
stress-strain curveκαμπύλη εκτάσεως
temporary stressπαροδική τάση
tensile strength or stressτάση εφελκυσμού
thermal stress crackingρωγμάτωση από θερμική τάση
welding stressτάσεις λόγω συγκολλήσεως
yield stressόριο ελαστικότητος