DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Industry containing chain | all forms | exact matches only
EnglishGreek
articulated link chainαλυσίδα με αρθρωτούς κρίκους
automobile skid chainαντιολισθητική αλυσίδα αυτοκινήτου
bucket chainαλυσίδα που φέρει κύπελλα
bucket chainαλυσίδα με κουβαδάκια
chain beltαλυσιδωτός τάπητας γαλαρίας
chain conveyorαλυσομεταφορέας
chain grinderαλεστική μηχανή με αλυσίδες
chain knitting machineαργαλειός πλεξίματος με αλυσίδα
chain-link conveyorMεταφορέας με αλυσσίδα
chain markσημάδια από μεταφορική ταινία
chain sawαρθρωτό πριόνι
chain sawαλυσοπρίονο
chain stitchβελονιά "chainette"
chain stitchαλυσοειδής βελονιά
chains snipping machineμηχανή αλυσιδωτής κοπής
chipper chain-sawαλυσοπρίων με ρυθμιζόμενα εναλλάξ κοπτικά εξαρτήματα
clear chainαλυσίδα χωρίς συστροφές
double chainδιπλό στημόνι
drawing chainsμεταφορικές ταινίες τραβήγματος
haulage chainαλυσίδα έλξης
insulator chainαλυσίδα μονωτήρα
lashing chainαλυσίδα πρόσδεσης
mooring chainαλυσίδα πρόσδεσης
product loops which are in a closed and controlled chainκυκλώματα προϊόντων που βρίσκονται σε κλειστή και ελεγχόμενη αλυσίδα
roller chainαλυσίδα με κυλίνδρους
straight chain paraffinπαραφίνη ευθείας αλυσίδας
stud link chainαλυσίδα με μονοκόματους κρίκους
towing chainαλυσίδα πρόσδεσης
transmission chainαλυσίδα μετάδοσης της κίνησης
trinket chainαλυσίδα μπρελόκ