DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Education containing σταθμός | all forms
GreekEnglish
βρεφικός σταθμός με μειωμένο ωράριοpart time center
βρεφονηπιακός σταθμόςnursery centre
βρεφονηπιακός σταθμόςnursery center
ειδικός σταθμός εργασίας διδασκομένουdedicated learner station
επαγγελματικός σταθμός εργασίας διδασκομένουbusiness learner station
ημερήσιος βρεφικός σταθμόςday nursery
ημερήσιος παιδικός σταθμόςday nursery
παιδικός σταθμόςday care centre
παιδικός σταθμός στο δάσοςwood kindergarten
σταθμός εκπόνησης διδακτικού με προηγμένα χαρακτηριστικάadvanced features authoring station
σταθμός εργασίας διδασκομένου με τεχνητή νοημοσύνηintelligent learner station
σταθμός με μειωμένο ωράριοpart time center