DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Education containing Part | all forms | exact matches only
EnglishGreek
conditions of employment for part-time teachersKανονισμός Yπηρεσιακής κατάστασης του διδακτικού προσωπικού και όροι απασχόλησης του επί συμβάσει προσωπικού μερικής απασχόλησης
Conditions of employment for part-time teachersκαθεστώς του επί συμβάσει διδακτικού προσωπικού μερικής απασχόλησης
"part-course""τμηματικές σπουδές"
part time centerσταθμός με μειωμένο ωράριο
part time centerβρεφικός σταθμός με μειωμένο ωράριο
part-time teacherεπί συμβάσει διδακτικό προσωπικό μερικής απασχόλησης
part-time trainingεκπαίδευση με ελαστική παρακολούθηση σπουδών; εκπαίδευση με μερική παρακολούθηση σπουδών
part-time vocational educationπρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης κατά ένα μέρος του ωραρίου
Part-time Vocational Secondary EducationΠιστοποιητικό εξειδίκευσης δευτεροβάθμιας επαγγελματικής κατάρτισης μερικής φοίτησης
part with low density learner populationsτμήμα με χαμηλής πυκνότητας πληθυσμούς μαθητών
return, as part of continuing education, to further studyνα ξανασπουδάσουν στα πλαίσια της συνεχούς εκπαίδευσης