DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Criminal law containing οικονομική | all forms
GreekEnglish
εγκληματικότητα με "άσπρο κολλάρο"' οικονομικό έγκλημα' οικονομική εγκληματικότηταwhite-collar crime
οικονομική εκμετάλλευση της γενετήσιας ζωής ανηλίκωνcommercial sexual exploitation of children
Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων των Κρατών που συμμετέχουν στην Οικονομική Συνεργασία του Ευξείνου Πόντου για συνεργασία στην καταπολέμηση του εγκλήματος και ιδιαίτερα των οργανωμένων μορφών τουAgreement among the Governments of the Black Sea Economic Cooperation participating States on cooperation in combating crime, in particular in its organized forms