DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Criminal law containing by | all forms | exact matches only
EnglishGreek
combating crime by law enforcementκαταπολέμηση κατασταλτικώς της εγκληματικότητας
combating crime by preventative meansκαταπολέμηση προληπτικώς της εγκληματικότητας
combating crime by preventionκαταπολέμηση προληπτικώς της εγκληματικότητας
combating crime by punitive meansκαταπολέμηση κατασταλτικώς της εγκληματικότητας
Convention established by the Council in accordance with Article 34 of the Treaty on European Union, on Mutual Assistance in Criminal Matters between the Member States of the European UnionΣύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Directive on the protection of individuals with regard to the processing of personal data by competent authorities for the purposes of prevention, investigation, detection or prosecution of criminal offences or the execution of criminal penalties, and the free movement of such dataΠρόταση οδηγίας του ΕΚ και του Συμβουλίου για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών
genocide by causing serious bodily or mental harmγενοκτονία με πρόκληση βαρείας σωματικής ή διανοητικής βλάβης
genocide by forcibly transferring childrenγενοκτονία με την δια της βίας μεταφορά παιδιών
Protocol, established by the Council in accordance with Article 34 of the Treaty on the European Union, to the Convention on Mutual Assistance in Criminal Matters between the Member States of the European UnionΠρωτόκολλο, στη σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταρτιζόμενο από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση