DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Agriculture containing Έδαφος | all forms
GreekEnglish
άωρον έδαφοςvirgin soil
έγχυση μέσα στο έδαφοςsoil injection
έδαφος αμπελώναvineyard soil
έδαφος καλά καλλιεργημένοloose soil
έδαφος καλά προετοιμασμένοloose soil
έδαφος λειμώναpraire soil
έδαφος λειμώναgrassland soil
έδαφος ποικιλιακών δυνατοτήτωνterroir with a given varietal potential
έδαφος σε βαθμίδεςterraced soil
έξοδος νερού πάνω από το έδαφοςabove ground hydrant
έξοδος του αρότρου από το έδαφοςraising of the plow
έξοδος του αρότρου από το έδαφοςout of plough
ακόρεστο έδαφοςunsaturated soil
αμειψισπορά ριζών στο έδαφοςshifting of roots on the ground
ανανεωμένο έδαφοςregenerated soil
αναποδογυρίζει το έδαφοςto turn the soil
αναποδογυρίζει το έδαφοςto invert the soil
αντιστρέφει το έδαφοςto turn the soil
αντιστρέφει το έδαφοςto invert the soil
αποκεφαλισμένο έδαφοςtruncated soil
δίκτυο στο έδαφοςlow level watering lines
δίκτυο στο έδαφοςground-level sprinkler irrigation lines
διάχυση στο έδαφοςspreading out in the soil
διάχυση στο έδαφοςdiffusion in the soil
διανομή στο έδαφοςon-floor distribution
δοχείο αμέλγματος στο έδαφοςstanding milking bucket
δοχείο αμέλγματος στο έδαφοςfloor-type milker
είσοδος του αρότρου στο έδαφοςin of plough
είσοδος του αρότρου στο έδαφοςdropping of the plow
εκτροφή στο έδαφοςfloor management
εκτροφή στο έδαφοςfloor keeping
ενσωμάτωση στο έδαφοςsoil injection
ενσωμάτωση υγρών λιπασμάτων στο έδαφοςliquid fertilizer application by injecting into the ground
ενσωμάτωση υγρών λιπασμάτων στο έδαφοςliquid fertilizer application by entering the ground
επιφανειακή ολίσθηση του αρότρου στο έδαφοςfloating of plough
επιφανειακό έδαφοςtop soil
επιφανειακό έδαφοςsurface soil
επιφανειακό έδαφοςsurface layer
επιφανειακόν έδαφοςtopsoil
επιφανειακόν έδαφοςarable soil
εργασία σε επίπεδο έδαφος με δισκοσβάρναflat breaking
εργασία σε επίπεδο έδαφος με σβάρναflat breaking
ερυθρό ορφνό μεσογειακό έδαφοςMediterranean reddish brown soil
ισοπεδώνω το έδαφοςto roll the soil
κάδος στο έδαφοςmilk churn
κάδος στο έδαφοςcan
καλλιεργήσιμο έδαφοςtop soil
καλλιεργήσιμο έδαφοςsurface soil
καλλιεργήσιμο έδαφοςplough lands
καλλιεργήσιμο έδαφοςtilled lands
καλλιεργήσιμο έδαφοςsurface layer
καλλιεργήσιμο έδαφοςarable lands
καλλιεργώ το έδαφος με φρέζαto till with rotary cultivator
καλλιεργώ το έδαφος με φρέζαto till by rotary cultivator
καλοθρυμματισμένο έδαφοςsoil well broken up
καστανόχρουν δασικόν έδαφοςbrown earth
μη εκπρεμνωθέν έδαφοςlogged-off land
νέον έδαφοςvirgin soil
ξερικό έδαφος μη αρδευόμενοdry farming
ξηρό έδαφοςdry land
ορφνό δασικό έδαφοςbrown forest soil
παραγωγικό έδαφοςproductive soil
παρθένον έδαφοςvirgin soil
παχύ έδαφοςfat soil
πλημμυρισμένο έδαφοςwaterlogged
ποτίστρα στο έδαφοςfloor drinker
σβαρνισμένο έδαφοςharrowed soil
τοποθέτηση σπόρων στο έδαφοςplant setting
τοποθέτηση σπόρων στο έδαφοςlaying of seed
τροφοδοσία στο έδαφοςfloor feeding
φάτνη επάνω στο έδαφοςfloor-type manger
χέρσον έδαφοςbarren
ύψος εκτοξευτών πάνω από το έδαφοςsprinkler height