Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Agriculture
containing
Έδαφος
|
all forms
Greek
English
άωρον
έδαφος
virgin soil
έγχυση μέσα στο
έδαφος
soil injection
έδαφος
αμπελώνα
vineyard soil
έδαφος
καλά καλλιεργημένο
loose soil
έδαφος
καλά προετοιμασμένο
loose soil
έδαφος
λειμώνα
praire soil
έδαφος
λειμώνα
grassland soil
έδαφος
ποικιλιακών δυνατοτήτων
terroir with a given varietal potential
έδαφος
σε βαθμίδες
terraced soil
έξοδος νερού πάνω από το
έδαφος
above ground hydrant
έξοδος του αρότρου από το
έδαφος
raising of the plow
έξοδος του αρότρου από το
έδαφος
out of plough
ακόρεστο
έδαφος
unsaturated soil
αμειψισπορά ριζών στο
έδαφος
shifting of roots on the ground
ανανεωμένο
έδαφος
regenerated soil
αναποδογυρίζει το
έδαφος
to
turn the soil
αναποδογυρίζει το
έδαφος
to
invert the soil
αντιστρέφει το
έδαφος
to
turn the soil
αντιστρέφει το
έδαφος
to
invert the soil
αποκεφαλισμένο
έδαφος
truncated soil
δίκτυο στο
έδαφος
low level watering lines
δίκτυο στο
έδαφος
ground-level sprinkler irrigation lines
διάχυση στο
έδαφος
spreading out in the soil
διάχυση στο
έδαφος
diffusion in the soil
διανομή στο
έδαφος
on-floor distribution
δοχείο αμέλγματος στο
έδαφος
standing milking bucket
δοχείο αμέλγματος στο
έδαφος
floor-type milker
είσοδος του αρότρου στο
έδαφος
in of plough
είσοδος του αρότρου στο
έδαφος
dropping of the plow
εκτροφή στο
έδαφος
floor management
εκτροφή στο
έδαφος
floor keeping
ενσωμάτωση στο
έδαφος
soil injection
ενσωμάτωση υγρών λιπασμάτων στο
έδαφος
liquid fertilizer application by injecting into the ground
ενσωμάτωση υγρών λιπασμάτων στο
έδαφος
liquid fertilizer application by entering the ground
επιφανειακή ολίσθηση του αρότρου στο
έδαφος
floating of plough
επιφανειακό
έδαφος
top soil
επιφανειακό
έδαφος
surface soil
επιφανειακό
έδαφος
surface layer
επιφανειακόν
έδαφος
topsoil
επιφανειακόν
έδαφος
arable soil
εργασία σε επίπεδο
έδαφος
με δισκοσβάρνα
flat breaking
εργασία σε επίπεδο
έδαφος
με σβάρνα
flat breaking
ερυθρό ορφνό μεσογειακό
έδαφος
Mediterranean reddish brown soil
ισοπεδώνω το
έδαφος
to
roll the soil
κάδος στο
έδαφος
milk churn
κάδος στο
έδαφος
can
καλλιεργήσιμο
έδαφος
top soil
καλλιεργήσιμο
έδαφος
surface soil
καλλιεργήσιμο
έδαφος
plough lands
καλλιεργήσιμο
έδαφος
tilled lands
καλλιεργήσιμο
έδαφος
surface layer
καλλιεργήσιμο
έδαφος
arable lands
καλλιεργώ το
έδαφος
με φρέζα
to
till with rotary cultivator
καλλιεργώ το
έδαφος
με φρέζα
to
till by rotary cultivator
καλοθρυμματισμένο
έδαφος
soil well broken up
καστανόχρουν δασικόν
έδαφος
brown earth
μη εκπρεμνωθέν
έδαφος
logged-off land
νέον
έδαφος
virgin soil
ξερικό
έδαφος
μη αρδευόμενο
dry farming
ξηρό
έδαφος
dry land
ορφνό δασικό
έδαφος
brown forest soil
παραγωγικό
έδαφος
productive soil
παρθένον
έδαφος
virgin soil
παχύ
έδαφος
fat soil
πλημμυρισμένο
έδαφος
waterlogged
ποτίστρα στο
έδαφος
floor drinker
σβαρνισμένο
έδαφος
harrowed soil
τοποθέτηση σπόρων στο
έδαφος
plant setting
τοποθέτηση σπόρων στο
έδαφος
laying of seed
τροφοδοσία στο
έδαφος
floor feeding
φάτνη επάνω στο
έδαφος
floor-type manger
χέρσον
έδαφος
barren
ύψος εκτοξευτών πάνω από το
έδαφος
sprinkler height
Get short URL