Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Chinese simplified
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
Galician
German
Greek
Hebrew
Hungarian
Icelandic
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Serbian Latin
Sesotho sa leboa
Slovak
Slovene
South Ndebele
Southern Sotho
Spanish
Swati
Swedish
Thai
Tsonga
Tswana
Turkish
Ukrainian
Uzbek
Venda
Xhosa
Zulu
Terms
for subject
Agriculture
containing
stock
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
A.I.
stock
επίβαστρο συλλογής σπέρματος
area intended for utilisation of parent vines for root-
stock
αμπελουργική έκταση που χρησιμοποιείται ως μητρική φυτεία υποκειμένων αμπέλου
breeding
stock
ζώα αναπαραγωγής
breeding
stock
αριθμός ζώων σε αναπαραγωγική ηλικία
bull pens and service crates or
stocks
in tubular steel construction
κλωβοί η διαμερίσματα ταύρων και φάτνες ζευγαρώματος σωληνοειδούς χαλύβδινης κατασκευής
butter from intervention
stocks
βούτυρο παρέμβασης
butter from intervention
stocks
βούτυρο από τα αποθέματα παρέμβασης
by-catch of a critical
stock
παρεμπίπτον αλίευμα υπό εξάντληση και υπεραλιευομένων αποθεμάτων
cattle
stock
εγκατάσταση περίθαλψης ζώων
cattle
stock
πληθυσμός βοοειδών
cattle
stock
αριθμός βοοειδών
conservative
stocking
περιορισμένη βοσκοφόρτωσις
date of entry into
stock
ημερομηνία εισαγωγής στα αποθέματα
density of
stocking
πυκνότης κορμών δασοσυστάδος
density of
stocking
ξυλοβρίθεια δασοσυστάδος
dimension
stock
ξυλεία φυλλοβόλων σταθερών διαστάσεων
dimension
stock
ξυλεία πρίσεως ειδικών διαστάσεων,ξεφαρδισμένη ξυλεία τριών διαστάσεων
effective
stocking
μελλοντικόν ξυλαπόθεμα
end-of-year
stock
αποθέματα στο τέλος της περιόδου εμπορίας
enlargement of
stock
αύξηση του ζωικού πληθυσμού
enlargement of
stock
αύξηση του αριθμού των ζώων
extensive
stock
raising
εκτατική εκτροφή
foundation
stock
αρχικό υλικό
foundation
stock
αρχικό γενετικό υλικό
furniture
stock
ξυλεία επιπλώσεως
grand parent
stock
chick
νεοσσός αναπαραγωγής
growing-
stock
tree
δένδρον παρακράτημα υλοτομίας
head of
stock
κεφαλή του κοπαδιού
high-quality
stock
seed
επιλεγμένοι σπόροι προς σπορά
ideal
stocking
κανονικό ξυλαπόθεμα
increase of
stock
αύξηση του ζωικού πληθυσμού
increase of
stock
αύξηση του αριθμού των ζώων
industrial cut
stock
πριστή ξυλεία βιομηχανικών διαστάσεων
intensive
stock
raising
εντατική εκτροφή
intervention
stock
απόθεμα της παρέμβασης
intervention
stock
levels
επίπεδο αποθεμάτων στην παρέμβαση
irregular
stocking
σχετικά ακανόνιστον ξυλαπόθεμα
joint
stock
use
Μικτή χρήση
lamination
stock
ξύλα διά φυλλιδιωτά
light
stocking
ελαχίστη βοσκοφόρτωσις
limit set for
stocking
density
περιορισμός της πυκνότητας του ζωικού κεφαλαίου
marketing breeding
stock
πώληση γεννητόρων
normal
stocking
κανονικό ξυλαπόθεμα
nursery
stock
υλικόν αναπαραγωγής εις φυτώριον
optimum
stocking
κανονικό ξυλαπόθεμα
parent
stock
chicks
νεοσσός πολλαπλασιασμού
pattern
stock
ξύλα διά πρόπλασιν
pig
stock
αριθμός γουρουνιών
pig
stock
πληθυσμός χοίρων
planting-
stock
age
ηλικία σποροφύτων
plow
stock
συγκόλληση
plow
stock
σύνδεση αρότρου
proper
stocking
κανονική βοσκοφόρτωσις
replacement
stock
ζώα αντικατάστασης
replenishment of
stocks
ανανέωση των αποθεμάτων
root-
stock
alive
ζωντανό υποκείμενο
root-
stock
grown in nursery beds
φυτάριο μεγαλωμένο σε πρασιά φυτωρίου
root-
stock
grown in nursery beds
δενδρύλλιο αυξημένο σε πρασιά φυτωρίου
root
stock
grown in plastic bags
φυτάριο μεγαλωμένο σε πλαστικό σάκκο
root
stock
grown in plastic bags
δενδρύλλιο αυξημένο σε νάυλον σακκούλα
root
stock
variety
ποικιλία υποκειμένων αμπέλου
seed
stock
φυτάριο
service
stocks
επίβαστρο
sheep
stock
πληθυσμός προβάτων
sheep
stock
αριθμός προβάτων
soap
stock
πολτός εξουδετέρωσης
state of
stocks
fish
κατάσταση των αποθεμάτων
ιχθύες
stock
breeder
κτηνοτρόφος
stock
bull
αναπαραγωγικός ταύρος
stock
carried forward
απόθεμα μεταφοράς
stock
cattle
ζώα προς σφαγή
stock
cellar
κελάρι αποθήκευσης
stock
control
έλεγχος παραγωγής
stock
farmer-cereal grower
εκτροφέας-παραγωγός δημητριακών
stock
farming
εκτροφή
stock
for grafting
φυτό που προορίζεται να μπολιαστεί
stock
fount
ποτίστρα με πίεση
stock
guard
φράκτης προστασίας διώρυγος
stock
management
διαχείριση των αποθεμάτων
stock
nursery
μητρική φυτεία
stock
of water
απόθεμα ύδατος
stock
pond
ενυδρείο
stock
pond
ιχθυοτροφείο
stock
-rearing
εκτροφή
stock
-suckers
βλαστοί προερχόμενοι από το υποκείμενο του εμβολιασμού
stock
-suckers
άγριοι βλαστοί
stock
variation
αυξομείωση αποθεμάτων; μεταβολή αποθεμάτων
stocking
crop density
πυκνότης κορμών δασοσυστάδος
stocking
density
πυκνότητα των ζώων
stocking
density
επίπεδο πυκνότητας
stocking
density
βοσκοφόρτωση
stud
stock
αριθμός ζώων σε αναπαραγωγική ηλικία
upper
stock
κεφάλι του πηδαλίου
κν.
upper
stock
πηδόκρανο
vine-
stock
κλήμα αμπέλου; πρέμνο
vine-
stock
πρέμνο
wine
stocks
in bottles or casks
απόθεμα εμφιαλωμένου οίνου ή χύμα
winnowed
stock
λοξοκομμένος μίσχος
young
stock
νεαρά ζώα
young
stock
shed
στάβλος νέων βοδιών
Get short URL