DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Agriculture containing long | all forms | exact matches only
EnglishGreek
drift-long lineαφροπαράγαδο
long barrier netμεγάλο δίχτυ φράγματος
long-chopped strawχοντροκομμένος σανός
long clamμακρύλαιμος μύα
long clamαμμώδης μύα
long cordμακρύς σχοίνος
long eggμακρύ αυγό
long fillerχοντροκομμένος καπνός γεμίσματος πούρων
long fillerχοντροκομμένος καπνός γεμίσματος
long flax fibreμακρά ακατέργαστη ίνα λίνου
long flow combine harvesterθεριζοαλωνιστική μηχανή για κατά μήκος αλωνισμό
long-grain aromatic Basmati riceαρωματικό μακρόκακκο ρύζι ποικιλίας Basmat
long grain riceμακρόσπερμη ποικιλία ρυζιού
long grain riceρύζι σε μακρούς κόκκους
long grain wholly milled riceμακρόσπερμο λευκασμένο ρύζι
long haired catπερσική γάτα
long haired catγάτα με μακρύ τρίχωμα
long husked riceρύζι αποφλοιωμένο με μακρύ κόκκο
long-keeping cheeseτυρί διατήρησης
long-length loggingεκμετάλλευσις διά κορμοτεμάχια μεγάλου μήκους
long line furrow methodμέθοδος αρδεύσεως δι'αυλάκων διηθήσεως μεγάλου μήκους
long loggingεκμετάλλευσις διά πλήρους εκριζώσεως
long loggingεκμετάλλευσις διά κορμοτεμάχια μεγάλου μήκους
long pruningμακρύ κλάδεμα
long pruningμακρά κλάδευση
long-span blade levellerισοπεδωτής μετά λεπίδος μεγάλου εκπετάσματος
long standing stallφάτνη μεγάλου μήκους
long standing stallμακρυά φάτνη
long sweet fennelμάραθο (Foeniculum vulgare)
long-tailed sheepμακρόουρο πρόβατο
long-term fire dangerδιαρκής κίνδυνος πυρκαϊάς
long term storageαποθήκευση για μεγάλο χρονικό διάστημα
long-term test plotαγροτεμάχιο μακροπρόθεσμων πειραμάτων
long thresherαλωνιστική μηχανή με στενό τύμπανο
long thresherαλωνιστική μηχανή μικρού εύρους
long toothμακρύ δόντι
long wing sweepυνί με προεξέχοντα φτερά
low-temperature long-time pasteurisationπαστερίωση LTLT
Low-Temperature Long-Time LT-LT pasteurized milkγάλα παστεριωμένο βραδέως