DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Agriculture containing crude | all forms | exact matches only
EnglishGreek
crude animal and vegetable materials,not elsewhere specifiedακατέργαστες ύλες ζωικής ή φυτικής προέλευσης,μη αλλού κατονομαζόμενες
crude ethyl alcoholακατέργαστη αιθυλική αλκοόλη
crude fibreακατέργαστη ίνα
crude fibreακατέργαστη ινώδης ουσία
crude fibreακάθαρτη κυτταρίνη
crude honeyμέλι ακατέργαστο
crude oilλάδι ακατέργαστο
crude oilακατέργαστο ελαιόλαδο
crude oilακατέργαστο λάδι
crude olive residue oilακάθαρτο πυρηνέλαιο
crude sperm oilλίπος ή λάδι που προέρχεται από τον φυσητήρα
crude spermacetiακατέργαστος σπερματοκηρός
crude turpentineελαιορρητίναι
margarine expressed in terms of crude fatμαργαρίνηεκφρασμένη σε ακατέργαστες λιπαρές ουσίες
white products expressed in terms of crude fatλευκά προϊόνταεκφρασμένα σε ακατέργαστες λιπαρές ουσίες