DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Agriculture containing as | all forms | exact matches only
EnglishGreek
also known as large African or Indian milletσόργοπεριλαμβανομένου και του νταρί ή ντούρο ή μεγάλου κεχρίου της Αφρικής και των Ινδιών
area used as mother plantationαμπελουργική έκταση που χρησιμοποιείται ως μητρική φυτεία υποκειμένων αμπέλου
defect as regards fermentationελάττωμα ζύμωσης
farming as a main occupationγεωργική δραστηριότητα ως κύρια απασχόληση
lamb fattened as a heavy carcaseαμνός που παχύνεται ώστε να γίνει βαρύς αμνός
lean meat as percentage of carcase weightπεριεκτικότητα σε άπαχο κρέας σφαγίου χοίρου
to practise farming as one's main occupationγεωργός κατά κύρια απασχόληση
rear wheel acting as rolling landsideκυλιόμενη φτέρνα
skimmed milk for use as feeding stuffαποκορυφωμένο γάλα που χρησιμοποιείται για τη διατροφή ζώων
spreading as a filmδιαβρεκτικότητα
spreading as a filmαποτελεσματικότητα διαβρεκτικού
steel tubes are used as supports for the ceiling joistsοι χαλυβοσωλήνες χρησιμοποιούνται ως στηρίγματα δοκών
sugar expressed as sucroseσάκχαρο που έχει μετατραπεί σε σακχαρόζη
sugar expressed as sucroseσάκχαρο εκπεφρασμένο σε σακχαρόζη
the cow-house is designed as a separate building part under a lean-to-roofο στάβλος των βοειδών είναι κατασκευασμένος σαν χωριστή μονάδα κάτω από ένα στέγαστρο
the young farmer sets up as head of the holdingεγκατάσταση υπό την ιδιότητα του διαχειριστή της εκμετάλλευσης
water content expressed as a percentage of the fat free matterπεριεκτικότητα σε νερό η οποία εκφράζεται ως ποσοστό επί της χωρίς λίπος ύλης