DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Agriculture containing N | all forms | exact matches only
DanishGreek
animalske og vegetabilske materialer,rå,i.a.n.ακατέργαστες ύλες ζωικής ή φυτικής προέλευσης,μη αλλού κατονομαζόμενες
C/N kvotientλόγος C/N
diverse næringsmidler i.a.n.διάφορα προϊόντα διατροφής και παρασκευάσματα αυτών
N-frit stofμη αζωτούχος ουσία
n-glas smagsprøveγνωσιγευστική δοκιμασία με ν το πλήθος δείγματα
S-Ethyl-N,N-dipropylthiocarbamatΝ,Ν-διπροπυλο-θειοκαρβαμιδικός-S-αιθυλεστέρας