Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Terms
for subject
Business
containing
σε
|
all forms
|
exact matches only
Greek
English
έσοδα από διορθώσεις της αξίας κινητών αξιών..., συμμετοχών και μεριδίων
σε
συνδεδεμένες επιχειρήσεις
value re-adjustments in respect of transferable securities ..., participating interests and shares in affiliated undertakings
έσοδα από μερίδια
σε
συνδεδεμένες επιχειρήσεις
income from shares in affiliated undertakings
ανάθεση δραστηριοτήτων
σε
τρίτους
outsourcing
εισηγμένος
που έχει εισαχθεί
σε
χρηματιστήριο
officially listed on an official stock exchange
εκφρασμένος
σε
συνάλλαγμα
denominated in foreign currency
επιχείρηση που υπόκειται
σε
ενοποίηση
undertaking to be consolidated
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση από το σύνδικο στο εξωτερικό ορισμένων εξουσιών
σε
θέματα πτώχευσης και για τη γνωστοποίηση της πτώχευσης στους ξένους πιστωτές
Strasbourg Convention
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση από το σύνδικο στο εξωτερικό ορισμένων εξουσιών
σε
θέματα πτώχευσης και για τη γνωστοποίηση της πτώχευσης στους ξένους πιστωτές
European Convention on the exercise abroad of certain powers by the liquidator in bankruptcy proceedings and on the information of foreign creditors
που έχει εισαχθεί
σε
χρηματιστήριο αξιών
admitted to official listing
πρόσβαση
σε
χρηματοδοτήσεις
access to financing
πρόσβαση
σε
χρηματοδοτήσεις
access to finance
σε
ιδιαίτερο λογαριασμό με κατάλληλο τίτλο; σε ιδιαίτερο
χωριστό
κονδύλι με αντίστοιχο τίτλο
under a separate item with an appropriate heading
σε
ιδιαίτερο λογαριασμό με κατάλληλο τίτλο; σε ιδιαίτερο
χωριστό
κονδύλι με αντίστοιχο τίτλο
as a separate item with an appropriate heading
τερματικά
σε
σημεία πώλησης
point-of-sale terminal
το σύνολο των υποκειμένων
σε
ενοποίηση επιχειρήσεων
the undertakings to be consolidated
Get short URL