DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Business containing σε | all forms | exact matches only
GreekEnglish
έσοδα από διορθώσεις της αξίας κινητών αξιών..., συμμετοχών και μεριδίων σε συνδεδεμένες επιχειρήσειςvalue re-adjustments in respect of transferable securities ..., participating interests and shares in affiliated undertakings
έσοδα από μερίδια σε συνδεδεμένες επιχειρήσειςincome from shares in affiliated undertakings
ανάθεση δραστηριοτήτων σε τρίτουςoutsourcing
εισηγμένος που έχει εισαχθεί σε χρηματιστήριοofficially listed on an official stock exchange
εκφρασμένος σε συνάλλαγμαdenominated in foreign currency
επιχείρηση που υπόκειται σε ενοποίησηundertaking to be consolidated
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση από το σύνδικο στο εξωτερικό ορισμένων εξουσιών σε θέματα πτώχευσης και για τη γνωστοποίηση της πτώχευσης στους ξένους πιστωτέςStrasbourg Convention
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση από το σύνδικο στο εξωτερικό ορισμένων εξουσιών σε θέματα πτώχευσης και για τη γνωστοποίηση της πτώχευσης στους ξένους πιστωτέςEuropean Convention on the exercise abroad of certain powers by the liquidator in bankruptcy proceedings and on the information of foreign creditors
που έχει εισαχθεί σε χρηματιστήριο αξιώνadmitted to official listing
πρόσβαση σε χρηματοδοτήσειςaccess to financing
πρόσβαση σε χρηματοδοτήσειςaccess to finance
σε ιδιαίτερο λογαριασμό με κατάλληλο τίτλο; σε ιδιαίτερο χωριστό κονδύλι με αντίστοιχο τίτλοunder a separate item with an appropriate heading
σε ιδιαίτερο λογαριασμό με κατάλληλο τίτλο; σε ιδιαίτερο χωριστό κονδύλι με αντίστοιχο τίτλοas a separate item with an appropriate heading
τερματικά σε σημεία πώλησηςpoint-of-sale terminal
το σύνολο των υποκειμένων σε ενοποίηση επιχειρήσεωνthe undertakings to be consolidated