DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Terms for subject Business containing o? ?????o | all forms | in specified order only
SpanishGreek
a plazo o con preavisoυποχρεώσεις προθεσμίας ή με προειδοποίηση
acciones o partesμετοχές ή μερίδια
acciones o partes del capitalμετοχές ή μερίδια στο κεφάλαιο της μητρικής επιχείρησης
accionistas, asociados o miembrosμέτοχοι, εταίροι ή μέλη εταιρειών ελέγχου
accionistas o asociadosμέτοχοι ή εταίροι
actividad industrial o comercialβιομηχανική και εμπορική δραστηριότητα
activos pignorados o cedidos en garantíaστοιχεία του ενεργητικού που έχουν δεσμευτεί ή έχουν δοθεί ως εγγύηση
admitidos a cotización oficialπου έχει εισαχθεί σε χρηματιστήριο αξιών
derechos correspondientes a las acciones o partesδικαιώματα που απορρέουν από τις μετοχές ή τα μερίδια
derechos de nombramiento o de revocaciónδικαιώματα διορισμού ή ανάκλησης
distribución de cantidades a cuenta de dividendosπροκαταβολή μερισμάτων
débitos a clientesυποχρεώσεις προς πελάτες
débitos o deudas representados por títulosυποχρεώσεις για τις οποίες υπάρχουν παραστατικοί τίτλοι
fecha en que nacen los créditos o las deudasημερομηνία κατά την οποία γεννάται η απαίτηση
obligación legal o estatutariaυποχρέωση που απορρέει από το νόμο ή από το καταστατικό
poseer acciones o partesκατέχω μετοχές ή μερίδια
saldarse con una pérdida o con un beneficioτο αποτέλεσμα της οικονομικής χρήσεως είναι κέρδος ή ζημία
ser titular de partes o accionesείμαι κάτοχος μετοχών ή μεριδίων
valor nominal o, a falta de valor nominalονομαστική αξία ή ελλείψει ονομαστικής αξίας όταν δεν υπάρχει ονομαστική αξία
órgano de administración o de direcciónδιοικητικό ή διαχειριστικό όργανο εταιρείας