Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Danish
English
Esperanto
French
German
Greek
Italian
Japanese
Russian
Spanish
Terms
for subject
Business
containing
en
|
all forms
|
exact matches only
French
Greek
actifs gagés
en
garantie
στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δεσμευτεί για εγγύηση
actifs gagés ou remis
en
garantie
στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δεσμευτεί ή έχουν δοθεί ως εγγύηση
activités
en
matière de prêts
επιχειρηματικές δραστηριότητες στον τομέα της χορήγησης δανείων
bons et obligations
en
circulation
κυκλοφορούντα χρεώγραφα και ομολογίες
capacités
en
concurrence
ανταγωνιστικές δυναμικότητες
comptabilité
en
juste valeur
λογιστική αποτίμησης στην εύλογη αξία
comptabilité
en
juste valeur
αποτίμηση με την εύλογη αξία
comptabilité
en
juste valeur
λογιστική της εύλογης αξίας
compétence
en
la matière
αρμοδιότητα κατά ύλη
Convention européenne sur l'exercice à l'étranger de certains pouvoirs par le syndic
en
matière de faillite et sur l'information des créanciers étrangers
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση από το σύνδικο στο εξωτερικό ορισμένων εξουσιών σε θέματα πτώχευσης και για τη γνωστοποίηση της πτώχευσης στους ξένους πιστωτές
convertir
en
capital
κεφαλαιοποιώ
cours
en
vigueur à la date d'acquisition
ισχύουσα τιμή κατά την ημέρα απόκτησης
droit de préemption
en
faveur des actionnaires
δικαίωμα προτίμησης υπέρ των μετόχων
décision "
en
réserve"
προληπτική απόφαση
détenir
en
garantie
κατέχω ως εγγύηση; κατέχω για εγγύηση
Groupe de haut niveau d'experts
en
droit des sociétés
Ομάδα Υψηλού Επιπέδου Εμπειρογνωμόνων για το Εταιρικό Δίκαιο
gérer
en
son nom propre mais pour compte d'autrui
διαχειρίζομαι επ'ονόματί μου, αλλά για λογαριασμό τρίτου
libellé
en
monnaies étrangères
εκφρασμένος σε συνάλλαγμα
Lignes directrices communautaires pour les aides d'Etat au sauvetage et à la restructuration des entreprises
en
difficulté
Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων
orientation des prix
en
fonction des coûts
προσανατολισμός στο κόστος
orientation des prix
en
fonction des coûts
κοστοστρέφεια
orientation
en
fonction des coûts
προσανατολισμός στο κόστος
orientation
en
fonction des coûts
κοστοστρέφεια
paiement
en
ligne
ηλεκτρονική πληρωμή
personne agissant
en
son nom, mais pour le compte de ...
πρόσωπο που ενεργεί στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό τρίτου
portail des destinations touristiques
en
Europe
Δικτυακή πύλη για τους τουριστικούς προορισμούς της Ευρώπης
produits correspondant à la prise
en
résultats de manière échelonnée de la prime sur les actifs acquis au-dessous du montant payable à l'échéance
έσοδα που προκύπτουν όταν υπαχθούν κλιμακωτά στο οικονομικό αποτέλεσμα τα ωφελήματα που απορρέουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με καταβολή ποσού κατώτερη από το πληρωτέο κατά τη λήξη
programme d'appui stratégique
en
matière de technologie de l'information et de la communication
Υποστήριξη της πολιτικής για τις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών
société
en
commandite par actions
ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία
société
en
commandite par actions
ετερρόρυθμος εταιρεία διά μετοχών
société
en
commandite simple
απλή ετερόρρυθμη εταιρεία
société
en
nom collectif
ομόρρυθμη εταιρεία
société
en
nom collectif
ομόρρυθμος εταιρεία
Get short URL