DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Business containing acte | all forms | exact matches only
FrenchGreek
acte juridique préjudiciable à un créancierδικαιοπραξία επιβλαβής για τον δανειστή
actions ou partsμετοχές ή μερίδια
actions ou parts dans le capitalμετοχές ή μερίδια στο κεφάλαιο της μητρικής επιχείρησης
droits afférents aux actions ou partsδικαιώματα που απορρέουν από τις μετοχές ή τα μερίδια
détenir des actions ou partsκατέχω μετοχές ή μερίδια
détenteur d'actionsμέτοχος
détenteur d'actionsμεριδιούχος
détention d'actions ou partsκατοχή μετοχών ή μεριδίων; κατέχω μετοχές
opposabilité de l'acte juridiqueκύρος των δικαιοπραξιών
société en commandite par actionsετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία
société en commandite par actionsετερρόρυθμος εταιρεία διά μετοχών
être titulaire de parts ou actionsείμαι κάτοχος μετοχών ή μεριδίων