DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Business containing AS | all forms
FrenchGreek
acte juridique préjudiciable à un créancierδικαιοπραξία επιβλαβής για τον δανειστή
actifs qui ont un caractère subordonnéμειωμένης εξασφαλίσεως απαιτήσεις του ενεργητικού
action à vote pluralπρονομιούχος μετοχή με πολλαπλή ψήφο
admis à la cote d'une bourse de valeurs mobilières officielleεισηγμένος που έχει εισαχθεί σε χρηματιστήριο
admis à la cote officielleπου έχει εισαχθεί σε χρηματιστήριο αξιών
avoir une influence non négligeableέχω σημαντική επίδραση
bien appartenant à la masseαντικείμενο της πτωχευτικής περιουσίας; περιουσιακό στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας
bons et obligations et autres titres à revenu fixeομολογίες και άλλα χρεώγραφα σταθερής απόδοσης
comptabilisation à la juste valeurλογιστική αποτίμησης στην εύλογη αξία
comptabilisation à la juste valeurλογιστική της εύλογης αξίας
comptabilisation à la juste valeurαποτίμηση με την εύλογη αξία
concordat mettant fin à la procédure d'insolvabilitéσυμβιβασμός που περατώνει την διαδικασία αφερεγγυότητας
cours en vigueur à la date d'acquisitionισχύουσα τιμή κατά την ημέρα απόκτησης
dédommagement, à part égales, des créanciers chirographairesσύμμετρη ικανοποίηση των εγχειρογράφων πιστωτών
enchère ascendante à horloge électroniqueδημοπρασία αυξανόμενου τιμήματος
enchère à prix uniformeδημοπρασία ενιαίας τιμής
enchères de capacités à un jourδημοπρασία δυναμικότητας επόμενης ημέρας
entreprise à consoliderεπιχείρηση που υπόκειται σε ενοποίηση
entreprises n'ayant aucun rapport entre ellesμη συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις
Etat où la faillite à été prononcéeκράτος όπου κηρύχθηκε η πτώχευση
Etat sur le territoire duquel la procédure a été ouverteκράτος κινήσεως της διαδικασίας
inscription à l'actifεμφανίζω εγγράφω στο ενεργητικό; εμφάνιση εγγραφή στο ενεργητικό
inscrire à l'actifεμφανίζω εγγράφω στο ενεργητικό; εμφάνιση εγγραφή στο ενεργητικό
l'ensemble des entreprises à consoliderτο σύνολο των υποκειμένων σε ενοποίηση επιχειρήσεων
maison à commandes par la posteκατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία
obligations et autres titres à revenu fixe des émetteurs publicsομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως του δημοσίου
revenus d'actions, de parts et autres titres à revenu variableέσοδα από μετοχές, μερίδια και άλλους τίτλους μεταβλητής αποδόσεως
société à responsabilité limitéeεταιρία περιορισμένης ευθύνης
société à responsabilité limitée à un seul associéεταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έναν και μόνο εταίρο
sous un poste distinct à intitulé correspondantσε ιδιαίτερο λογαριασμό με κατάλληλο τίτλο; σε ιδιαίτερο χωριστό κονδύλι με αντίστοιχο τίτλο
sous un poste particulier à intitulé correspondantσε ιδιαίτερο λογαριασμό με κατάλληλο τίτλο; σε ιδιαίτερο χωριστό κονδύλι με αντίστοιχο τίτλο
une compensation peut opérer à l'égard de la masseδιενεργείται εγκύρως συμψηφισμός έναντι της πτωχευτικής περιουσίας
valeur nominale ou, à défaut de valeur nominale, ...ονομαστική αξία ή ελλείψει ονομαστικής αξίας όταν δεν υπάρχει ονομαστική αξία
valeurs à taux d'intérêt variableαξίες με μεταβαλλόμενο επιτόκιο
vente directe à domicileπώληση με διοργάνωση κατ' οίκον εκδηλώσεων
vente à domicileπώληση με διοργάνωση κατ' οίκον εκδηλώσεων
X est présumé être de bonne foi jusqu'à preuve du contraireη καλή πίστη συνιστά μαχητό τεκμήριο
à responsabilité limitéeπεριορισμένης ευθύνης
à terme ou à préavisυποχρεώσεις προθεσμίας ή με προειδοποίηση