Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Arabic
Chinese simplified
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Icelandic
Italian
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
Swedish
Thai
Turkish
Terms
for subject
Business
containing
AS
|
all forms
French
Greek
acte juridique préjudiciable
à
un créancier
δικαιοπραξία επιβλαβής για τον δανειστή
actifs qui
ont
un caractère subordonné
μειωμένης εξασφαλίσεως απαιτήσεις του ενεργητικού
action
à
vote plural
προνομιούχος μετοχή με πολλαπλή ψήφο
admis
à
la cote d'une bourse de valeurs mobilières officielle
εισηγμένος
που έχει εισαχθεί
σε χρηματιστήριο
admis
à
la cote officielle
που έχει εισαχθεί σε χρηματιστήριο αξιών
avoir
une influence non négligeable
έχω σημαντική επίδραση
bien appartenant
à
la masse
αντικείμενο της πτωχευτικής περιουσίας;
περιουσιακό
στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας
bons et obligations et autres titres
à
revenu fixe
ομολογίες και άλλα χρεώγραφα σταθερής απόδοσης
comptabilisation
à
la juste valeur
λογιστική αποτίμησης στην εύλογη αξία
comptabilisation
à
la juste valeur
λογιστική της εύλογης αξίας
comptabilisation
à
la juste valeur
αποτίμηση με την εύλογη αξία
concordat mettant fin
à
la procédure d'insolvabilité
συμβιβασμός που περατώνει την διαδικασία αφερεγγυότητας
cours en vigueur
à
la date d'acquisition
ισχύουσα τιμή κατά την ημέρα απόκτησης
dédommagement,
à
part égales, des créanciers chirographaires
σύμμετρη ικανοποίηση των εγχειρογράφων πιστωτών
enchère ascendante
à
horloge électronique
δημοπρασία αυξανόμενου τιμήματος
enchère
à
prix uniforme
δημοπρασία ενιαίας τιμής
enchères de capacités
à
un jour
δημοπρασία δυναμικότητας επόμενης ημέρας
entreprise
à
consolider
επιχείρηση που υπόκειται σε ενοποίηση
entreprises n'
ayant
aucun rapport entre elles
μη συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις
Etat où la faillite
à
été prononcée
κράτος όπου κηρύχθηκε η πτώχευση
Etat sur le territoire duquel la procédure
a
été ouverte
κράτος κινήσεως της διαδικασίας
inscription
à
l'actif
εμφανίζω
εγγράφω
στο ενεργητικό; εμφάνιση
εγγραφή
στο ενεργητικό
inscrire
à
l'actif
εμφανίζω
εγγράφω
στο ενεργητικό; εμφάνιση
εγγραφή
στο ενεργητικό
l'ensemble des entreprises
à
consolider
το σύνολο των υποκειμένων σε ενοποίηση επιχειρήσεων
maison
à
commandes par la poste
κατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία
obligations et autres titres
à
revenu fixe des émetteurs publics
ομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως του δημοσίου
revenus d'actions, de parts et autres titres
à
revenu variable
έσοδα από μετοχές, μερίδια και άλλους τίτλους μεταβλητής αποδόσεως
société
à
responsabilité limitée
εταιρία περιορισμένης ευθύνης
société
à
responsabilité limitée à un seul associé
εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έναν και μόνο εταίρο
sous un poste distinct
à
intitulé correspondant
σε ιδιαίτερο λογαριασμό με κατάλληλο τίτλο; σε ιδιαίτερο
χωριστό
κονδύλι με αντίστοιχο τίτλο
sous un poste particulier
à
intitulé correspondant
σε ιδιαίτερο λογαριασμό με κατάλληλο τίτλο; σε ιδιαίτερο
χωριστό
κονδύλι με αντίστοιχο τίτλο
une compensation peut opérer
à
l'égard de la masse
διενεργείται εγκύρως συμψηφισμός έναντι της πτωχευτικής περιουσίας
valeur nominale ou,
à
défaut de valeur nominale, ...
ονομαστική αξία ή ελλείψει ονομαστικής αξίας
όταν δεν υπάρχει ονομαστική αξία
valeurs
à
taux d'intérêt variable
αξίες με μεταβαλλόμενο επιτόκιο
vente directe
à
domicile
πώληση με διοργάνωση κατ' οίκον εκδηλώσεων
vente
à
domicile
πώληση με διοργάνωση κατ' οίκον εκδηλώσεων
X est présumé être de bonne foi jusqu'
à
preuve du contraire
η καλή πίστη συνιστά μαχητό τεκμήριο
à
responsabilité limitée
περιορισμένης ευθύνης
à
terme ou à préavis
υποχρεώσεις
προθεσμίας ή με προειδοποίηση
Get short URL