DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing στοιχείο | all forms
GreekEnglish
ενδεικτικό στοιχείο ενός μετρητήregister of a meter
ηλεκτρονικό κατασκευαστικό στοιχείο' ηλεκτρονικό εξάρτημαelectronic component
ηλεκτροχημικό στοιχείο στερεάς κατάστασηςelectrochemical solid state cell
θερμοευαίσθητο στοιχείοthermometer probe
θερμοευαίσθητο στοιχείοdetecting element
θερμοηλεκτρικό στοιχείο υψηλής θερμοκρασίαςhigh-temperature thermocouple
κάθε στοιχείο που μετρά ή ανιχνεύει την ταχύτητα του οχήματος; κάθε στοιχείο που μετρά ή έχει αισθητήρες για την ταχύτητα του οχήματοςany element which measures or senses vehicle speed
κατασκευαυστικό στοιχείοstructural member
κινητήριο στοιχείοdriving element
μετρητικό στοιχείοmeasuring element
σημαντικό στοιχείο πλέγματοςrelevant grid element
στοιχείο καθαρισμούcleaning element
στοιχείο κινήσεως ενός επαγωγικού μετρητήdriving element of an induction meter
στοιχείο πλέγματοςgrid element
συμπληρωματικό στοιχείοadditional element