DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing αντίσταση | all forms
GreekEnglish
αναφλεκτήρας με ηλεκτρική αντίστασηheater plug
αναφλεκτήρας με ηλεκτρική αντίστασηpreheater plug
αναφλεκτήρας με ηλεκτρική αντίστασηheating plug
αναφλεκτήρας με ηλεκτρική αντίστασηglow plug
αντίσταση κατά το χειρισμόresistance to operation
αντίσταση κυκλώματοςline resistance
αντίσταση μετάδοσηςline resistance
αντίσταση σε κάμψηcross-bending strength
αντίσταση σε κάμψηresistance to bending
αντίσταση σε κάμψηflexural strength
αντίσταση σε κάμψηtransverse strength
αντίσταση σε κάμψηbending strength
αντίσταση σειράςseries resistor
αντίσταση στη φθοράwear resistance
αντίσταση στην κρούσηimpact strength
αντίσταση στην κρούσηshock resistance
αντίσταση στην κρούσηresistance to shock
αντίσταση στην κρούσηresistance to impact
αντίσταση στην κρούσηimpact resistance
αντίσταση στο λέρωμαresistance to soiling
αντίσταση τούφας ινών στη διέλευση του αέραresistance of a wad of fibres to the passage of air in laminar flow
κρίσιμη αντίστασηcritical resistance
Μέση ειδική αντίσταση ενός διάχυτου στρώματοςaverage resistivity
μπουζί με ηλεκτρική αντίστασηheating plug
μπουζί με ηλεκτρική αντίστασηpreheater plug
μπουζί με ηλεκτρική αντίστασηheater plug
μπουζί με ηλεκτρική αντίστασηglow plug
ονομαστική αντίσταση ανά μέτροnominal resistance per metre
σύνθετη αντίσταση εισόδουinput impedance
σύνθετη αντίσταση ως προς τη γηimpedance to ground
σύνθετη αντίσταση ως προς τη γηimpedance to earth
χημική αντίστασηresistance to chemicals
χημική αντίστασηchemical resistance