Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Technology
containing
αντίσταση
|
all forms
Greek
English
αναφλεκτήρας με ηλεκτρική
αντίσταση
heater plug
αναφλεκτήρας με ηλεκτρική
αντίσταση
preheater plug
αναφλεκτήρας με ηλεκτρική
αντίσταση
heating plug
αναφλεκτήρας με ηλεκτρική
αντίσταση
glow plug
αντίσταση
κατά το χειρισμό
resistance to operation
αντίσταση
κυκλώματος
line resistance
αντίσταση
μετάδοσης
line resistance
αντίσταση
σε κάμψη
cross-bending strength
αντίσταση
σε κάμψη
resistance to bending
αντίσταση
σε κάμψη
flexural strength
αντίσταση
σε κάμψη
transverse strength
αντίσταση
σε κάμψη
bending strength
αντίσταση
σειράς
series resistor
αντίσταση
στη φθορά
wear resistance
αντίσταση
στην κρούση
impact strength
αντίσταση
στην κρούση
shock resistance
αντίσταση
στην κρούση
resistance to shock
αντίσταση
στην κρούση
resistance to impact
αντίσταση
στην κρούση
impact resistance
αντίσταση
στο λέρωμα
resistance to soiling
αντίσταση
τούφας ινών στη διέλευση του αέρα
resistance of a wad of fibres to the passage of air in laminar flow
κρίσιμη
αντίσταση
critical resistance
Μέση ειδική
αντίσταση
ενός διάχυτου στρώματος
average resistivity
μπουζί με ηλεκτρική
αντίσταση
heating plug
μπουζί με ηλεκτρική
αντίσταση
preheater plug
μπουζί με ηλεκτρική
αντίσταση
heater plug
μπουζί με ηλεκτρική
αντίσταση
glow plug
ονομαστική
αντίσταση
ανά μέτρο
nominal resistance per metre
σύνθετη
αντίσταση
εισόδου
input impedance
σύνθετη
αντίσταση
ως προς τη γη
impedance to ground
σύνθετη
αντίσταση
ως προς τη γη
impedance to earth
χημική
αντίσταση
resistance to chemicals
χημική
αντίσταση
chemical resistance
Get short URL