DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Technology containing operation | all forms
EnglishGreek
classification according to method of operationταξινόμηση σύμφωνα με τον τρόπο λειτουργίας
house load operationλειτουργία τροφοδότησης βοηθητικών φορτίων
island operationαυτόνομο σύστημα
island operationαπομονωμένη λειτουργία
limiting values for operationοριακές τιμές λειτουργίας
resistance to operationαντίσταση κατά το χειρισμό
series operationλειτουργία σειράς
single sweep operationλειτουργία μονής σάρωσης
slave operationυποτελής λειτουργία
slave operationλειτουργία δουλείας
slave tracking operationυποτελής λειτουργία παρακολούθησης
speed of operationρυθμός ελέγχου
speed of operationταχύτης λειτουργίας
speed of operationρυθμός διαλογής
synchronous compensation operationλειτουργία σύγχρονης αντιστάθμισης