DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Technology containing limit | all forms | exact matches only
EnglishGreek
absorption limitόριο απορρόφησης
average outgoing quality limitόριο μέσης ποιότητας μετά από έλεγχο
conventional limit of elasticityσυμβατικό όριο διαρροής
core operating limit supervisory systemσύστημα επιτηρήσεως των ορίων λειτουργίας του πυρήνα αντιδραστήρα
damage limitόριο καταστροφής
damage limitόριο βλάβης
high limitμέγιστη διάσταση
high limit of sizeμέγιστη διάσταση
high limit of toleranceαπόκλιση προς τα άνω
hole basis limit systemσύστημα συναρμογής με κανονικά λειασμένη οπή
limit gaugeκαλίμπρα ορίων ανοχής
limit of detectionόριο ανίχνευσης
limit of sizeοριακή διάσταση
limit statesοριακές καταστάσεις
limit states methodμέθοδος των οριακών καταστάσεων
limits methodμέθοδος των ορίων
low limitελάχιστη διάμετρος
low limit of sizeελάχιστη διάμετρος
low limit of toleranceαπόκλιση προς τα κάτω
lower limitαπόκλιση προς τα κάτω
manufacturing limitανοχή διαδικασίας
maximum limitμέγιστη διάσταση
maximum limit of sizeμέγιστη διάσταση
minimum limitελάχιστη διάμετρος
minimum limit of sizeελάχιστη διάμετρος
permanent limit of elongationόριο μόνιμης επιμήκυνσης
procurement limitποιοτικό όριο προμήθειας
serviceability limit statesοριακές καταστάσεις χρήσης
shaft basis limit systemσύστημα συναρμογών σε απλό άξονα
ultimate limit statesμέγιστες οριακές καταστάσεις
upper limitαπόκλιση προς τα άνω
use limitόρια χρησιμοποίησης