DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Energy industry containing στοιχείο | all forms
GreekEnglish
ακτινοβολημένο καύσιμο στοιχείοirradiated fuel element
δευτερογενές στοιχείο καυσίμωνsecondary fuel cell
δευτερογενές στοιχείο καυσίμωνindirect cell
ηλεκτρικό στοιχείο καυσίμου στερεού πρωτονίουsolid proton fuel cell
ηλεκτρικό στοιχείο καυσίμου στερεών πολυμερώνsolid polymer fuel cell
ηλεκτρικό στοιχείο καυσίμου τετηγμένου ανθρακικού άλατοςmolten carbonate fuel cell
κρίσιμο στοιχείο δικτύουcritical network element
πρωτογενές στοιχείοprimary cell
πρωτογενές στοιχείοbattery
πρωτογενές στοιχείο καυσίμωνprimary fuel cell
πρωτογενές στοιχείο καυσίμωνdirect cell
πυρηνικό κατασκευαστικό στοιχείο; κατασκευαστικό στοιχείο πυρηνικού υλικούnuclear component
στοιχείο καυσίμουfuel cell
στοιχείο καυσίμων υψηλής θερμοκρασίαςhigh-temperature fuel cell
στοιχείο καύσης υδρογόνου από πολυμερήpolymer fuel cell
στοιχείο μπαταρίαςbattery cell
στοιχείο στερεού οξειδίουsolid oxide fuel cell
στοιχείο συσσωρευτήbattery cell
στοιχείο τετηγμένων ανθρακικών αλάτωνmolten carbonate fuel cell
φωτοβολταϊκό στοιχείοsolar cell
φωτοβολταϊκό στοιχείοphotovoltaic module
φωτοβολταϊκό στοιχείοsolar module
φωτοβολταϊκό στοιχείοphotovoltaic solar module
φωτοβολταϊκό στοιχείοPV cell
φωτοβολταϊκό στοιχείοphotovoltaic cell
χρησιμοποιημένο καύσιμο στοιχείοspent fuel element